Ιστορία του Ναού της Ρώμης

Ο Ναός της Ρώμης είναι ο πρώτος ναός της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού στην Ιταλία και ο δέκατος τρίτος στην Ευρώπη. Βρίσκεται σε έναν λόφο στο βόρειο τμήμα της Ρώμης, στη Via di Settebagni 376-354, μια μαγευτική τοποθεσία στολισμένη με ανθισμένους κήπους, αρχαία ελαιόδεντρα και ένα σιντριβάνι που εκτείνεται από τον Ναό μέχρι το περίτεχνο κτήριο του Κέντρου Επισκεπτών και την Βιβλιοθήκη Οικογενειακής Ιστορίας για γενεαλογική έρευνα.
Από τότε που άνοιξε, επισκέπτες από όλο τον κόσμο έρχονται σε αυτόν τον ιερό χώρο για την ομορφιά και τη θρησκευτική του σημασία. Τα μέλη της Εκκλησίας συναθροίζονται μέσα στον ναό για ιερές θρησκευτικές τελετές που τους φέρνουν πιο κοντά στον Θεό, ενώ οι τουρίστες έρχονται για να δουν τον περιβάλλοντα χώρο του ναού και το Κέντρο Επισκεπτών.

Η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών στην Ιταλία
Η ιστορία του Ναού της Ρώμης στην Ιταλία ξεκινά από τις πρώτες ημέρες της Εκκλησίας στην Ιταλία. Το 1843, ο Joseph Toronto (γεννηθείς ως Giuseppe Taranto) έγινε ο πρώτος γνωστός Ιταλός ο οποίος προσχώρησε στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών όταν βαφτίστηκε στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης. Το 1849 ο Τορόντο ήταν από τους πρώτους ιεραποστόλους που στάλθηκαν στην πατρίδα του, όταν συνόδευσε τον απόστολο Λορέντζο Σνόου και άλλους στην Ιταλία για να ιδρύσουν εκεί μια Ιεραποστολή της Εκκλησίας. Η πρώτη ιεραποστολή δεν είχε μεγάλη διάρκεια: έκλεισε μόλις το 1867, αλλά παρέμειναν λίγοι προσήλυτοι.

Ο Vincenzo Di Francesca, με καταγωγή από τη Σικελία, ήταν ένα άλλο σπουδαίο παράδειγμα της πίστης των πρώτων μελών της Εκκλησίας. Το 1910 υπηρετούσε ως προτεστάντης ιερέας στη Νέα Υόρκη όταν βρήκε ένα βιβλίο που του έλειπε το εξώφυλλο. Διάβασε το βιβλίο, για το οποίο σκέφτηκε ότι ήταν παρόμοιο με τη Βίβλο. Όταν τελείωσε την ανάγνωσή του, προσευχήθηκε και έλαβε επιβεβαίωση ότι ήταν έργο Θεού. Η καρδιά του, είπε, χτυπούσε «σαν να μιλούσε» και ένιωσε μια «υπέρτατη χαρά που καμία ανθρώπινη γλώσσα δεν θα μπορούσε να [περιγράψει]».
Μη γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για το Βιβλίο του Μόρμον, ένα βιβλίο γραφών ιερό για τα μέλη της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού, ο Ντι Φραντσέσκα άρχισε να χρησιμοποιεί το βιβλίο στα κηρύγματά του. Όταν οι ανώτεροί του τού ζήτησαν να το καταστρέψει, εκείνος αρνήθηκε, οπότε του απαγόρευσαν να κηρύττει. Αργότερα επέστρεψε στη Σικελία, όπου συνέχισε να αναφέρει το βιβλίο όσο πιο συχνά μπορούσε.
Το 1930 σε ένα λεξικό βρήκε κάποιο λήμμα για τη λέξη «Μορμόνος». Αμέσως το αναγνώρισε ως ένα από τα ονόματα που αναφέρονταν στο άτιτλο βιβλίο του, άρα είχε ανακαλύψει επιτέλους την προέλευσή του. Κατόπιν μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τους ηγέτες της Εκκλησίας στη Σωλτ Λέικ Σίτυ και διατήρησε τακτική επαφή μαζί τους μέχρι την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πια η επικοινωνία έγινε αδύνατη.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ντι Φραντσέσκα συνέχισε να κηρύττει χρησιμοποιώντας το Βιβλίο του Μόρμον και άλλο υλικό που μετέφρασε στα ιταλικά. Το 1951, μετά από τέσσερις δεκαετίες αναμονής, κατάφερε τελικά να βαφτιστεί μέλος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Η Εκκλησία επανιδρύθηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του 1950 διότι αρκετοί Ιταλοί μάθαιναν για το Ευαγγέλιο σε άλλες χώρες και επέστρεφαν στην πατρίδα τους για να διαδώσουν το μήνυμα σε φίλους και συγγενείς. Τα πρώτα ιταλόφωνα εκκλησιάσματα ιδρύθηκαν στην Μπρέσσια και στο Παλέρμο.
Φωτογραφία κάποιων από τα πρώτα μέλη
Το 1966 η Ιταλική Ιεραποστολή επανιδρύθηκε με έδρα τη Ρώμη. Η Εκκλησία συνέχισε αν αυξάνεται σταθερά, και μεταξύ 1970 και 1980 ο αριθμός των μελών της Εκκλησίας στην Ιταλία σχεδόν οκταπλασιάστηκε. Το 1981 οργανώθηκε ο πρώτος πάσσαλος στην Ιταλία (μονάδα που αντιστοιχεί σε μία επισκοπή).
Το 2012, η Εκκλησία ήρθε σε συμφωνία με την ιταλική κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία παρέχεται στην Εκκλησία προστασία βάσει του ιταλικού συντάγματος, καθώς επίσης και το δικαίωμα να εκπληρώνει την παγκόσμια αποστολή της και να αναγνωρίζονται οι ηγέτες της ως κληρικοί. Σήμερα, υπάρχουν περίπου 27.000 μέλη της Εκκλησίας στην Ιταλία μοιρασμένα σε σχεδόν 100 εκκλησιάσματα.
Ο Ναός της Ρώμης στην Ιταλία

Οι Άγιοι των Τελευταίων Ημερών θεωρούν τη συμμετοχή τους στις ιερές διατάξεις του ναού ως την κορωνίδα της λατρείας τους. Για πολλά χρόνια, τα μέλη της Ιταλίας ταξίδευαν στον πλησιέστερο ναό, στη Βέρνη της Ελβετίας, συχνά κάνοντας μεγάλες προσωπικές θυσίες. Όμως τα μέλη στην Ιταλία λαχταρούσαν να έχουν έναν ναό στην πατρίδα τους.
Κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης της Εκκλησίας στις 4 Οκτωβρίου 2008, ο Τόμας Μόνσον, τότε πρόεδρος της Εκκλησίας, ανακοίνωσε ότι σχεδιαζόταν η ανέγερση ναού στη Ρώμη. Χιλιάδες μέλη της Εκκλησίας στην Ιταλία, τα οποία παρακολουθούσαν τη δορυφορική μετάδοση της συνέλευσης στα κατά τόπους κτήρια συγκεντρώσεων, επευφήμησαν την απόφαση, αγκαλιάστηκαν και γέμισαν από χαρά. «Αναφωνήσαμε όλοι μαζί», ανέφερε ο Μάσσιμο Ντε Φέο, ο οποίος υπηρετούσε ως πρόεδρος του Πασσάλου της Ρώμης στην Ιταλία, και σύγκρινε την αντίδραση αυτή με «τον ενθουσιασμό που επικρατεί στο γήπεδο, όταν μια ομάδα καταφέρνει να νικήσει το τελευταίο δευτερόλεπτο».
Οικοδομώντας τον Ναό
Η ανέγερση ξεκίνησε δύο χρόνια αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου 2010. Ο Πρόεδρος Τόμας Μόνσον και τοπικοί ηγέτες της Εκκλησίας και της κοινότητας συμμετείχαν στην τελετή θεμελίωσης.

Η ανάδειξη της ιταλικής κουλτούρας ήταν υψίστης σημασίας για τους αρχιτέκτονες που σχεδίασαν την Piazza. Ο αρχιτέκτονας του ναού της Ρώμης στην Ιταλία, Niels Valentiner, σχολίασε: «Επανερχόμασταν συνεχώς σε αυτό το οβάλ σχέδιο, το οποίο πραγματικά θεωρείται από πολλούς έκφραση της ιταλικής μπαρόκ αρχιτεκτονικής… Παίρνει από την Ιταλία μια αρχιτεκτονική πρόταση και την φέρνει στο ναό .»

Τα πάντα στην Piazza σχεδιάστηκαν για να αποτίουν φόρο τιμής στη Ρώμη και να αναδεικνύουν τον τοπικό πολιτισμό. Μικρές λεπτομέρειες, όπως τα δωδεκάκτινα αστέρια που επαναλαμβάνονται συχνά και είναι εμπνευσμένα από την πλατεία του Καπιτωλίου που σχεδίασε ο Μιχαήλ Άγγελος, οι αναφορές στα ελαιόδεντρα που υπήρχαν κάποτε στην περιοχή, καθώς και ο συνολικός σχεδιασμός της πλατείας που μοιάζει με αρχαία ρωμαϊκή αγορά, υπηρετούν αυτό τον σκοπό.

Στις 25 Μαρτίου 2017, το επίχρυσο άγαλμα του αγγέλου Μορόνι τοποθετήθηκε στην κορυφή του υψηλότερου σημείου, στον ανατολικό πύργο του κτηρίου, ως μια από τις τελευταίες προσθήκες στον ναό.

Ελεύθερη Είσοδος και Αφιέρωση

Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του τον Φεβρουάριο του 2019, ο ναός παρέμεινε ανοιχτός για το κοινό για αρκετές εβδομάδες κατά τη διάρκεια των οποίων 52.000 άτομα περιηγήθηκαν στο κτήριο πριν από την αφιέρωσή του.
Ο Ναός της Ρώμης στην Ιταλία αφιερώθηκε στις 10 Μαρτίου 2019 από τον Πρόεδρο Ράσσελ Νέλσον, Πρόεδρο της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας όλα τα μέλη της Πρώτης Προεδρίας και της Απαρτίας των Δώδεκα Αποστόλων συμμετείχαν στην τελετή αφιέρωσης.
«Σε αυτήν την αρχαία και θαυμαστή πόλη που υπάρχει από τους βιβλικούς χρόνους - σε τούτο το ιστορικό έθνος της Ιταλίας - ομολογούμε τη διακονία δύο από τους πρώτους Αποστόλους του Υιού Σου, του Πέτρου και του Παύλου, που κάποτε ευλόγησαν τούτη τη γη με τα έργα τους», είπε ο Πρόεδρος Νέλσον στην προσευχή αφιέρωσης. «Είθε η επιρροή της διαρκούς μαρτυρίας τους για τον Ιησού Χριστό να συνεχίσει να συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο σημαντικών αξιών αυτής της σπουδαίας χώρας».