Πώς έμαθα ξανά να αγαπώ τη μητέρα μου

Μπράιαν Φέι
28 Μαΐου 2020
Η μητέρα μου και εγώ δεν τα πηγαίναμε καλά για σχεδόν δύο δεκαετίες. Ζούμε 2 μίλια μακριά αλλά θα μπορούσε να είναι και 200. Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες της ζωής μου ήταν να συμφιλιωθώ με τη μητέρα μου και να της φέρομαι όπως θα έπρεπε.
Τα προβλήματα μεταξύ μας ξεκίνησαν όταν ήμουν στην εφηβεία. Παρέλειψα την έβδομη τάξη, οπότε αποφοίτησα από το γυμνάσιο στα 16 μου. Δεν το ήξερα τότε, αλλά βαριόμουν και ήθελα να αρχίσω να κάνω τα πράγματα στη ζωή με τον δικό μου τρόπο. Όμως αντί να παίρνω ώριμες αποφάσεις, κυρίως τεμπέλιαζα στο σχολείο και ξόδευα τον χρόνο και την ενέργειά μου με φίλους. Αυτό απογοήτευσε τους γονείς μου, που ήθελαν να διαλέξω μια κατεύθυνση και να προοδεύσω. Η μητέρα μου, ιδιαιτέρως, αντιμετώπισε κατά μέτωπο την αδιαφορία μου και συχνά μου έκανε έλεγχο για τις κακές αποφάσεις που έπαιρνα. Αντιδρούσα άσχημα σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, μετατρέποντάς τις σε συχνές και έντονες διαφωνίες.
Όταν τελικά έφυγα για ιεραποστολή, είμαι σίγουρος ότι οι γονείς μου πίστευαν ότι η σχέση μας θα επουλωνόταν - ότι θα επέστρεφα ένας νέος άντρας και ότι όλα τα προβλήματα του παρελθόντος θα αποτελούσαν μακρινές αναμνήσεις. Όμως, όταν υπηρετούσα στην ιεραποστολή, έλαβα ένα email μια μέρα από τον πατέρα μου. Μου έγραφε ότι αυτός και η μητέρα μου έπαιρναν διαζύγιο μετά από 26 χρόνια γάμου. Είχαν παντρευτεί στον ναό και είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά που αγαπούσαν πολύ. Αλλά για διάφορους λόγους η σχέση τους είχε τελειώσει.
«Αν και τα πράγματα δεν θα γίνουν τέλεια εξ αρχής ανάμεσα σε εμένα και την μητέρα μου, ξέρω ότι ο Κύριος μας έδωσε μια νέα ευκαιρία».
Ήταν απογοητευτικό να θεωρώ τους γονείς μου πρότυπα όλη μου τη ζωή για να έρθω ξαφνικά αντιμέτωπος με τις αδυναμίες τους. Σίγουρα, καυγάδιζαν περιστασιακά όταν ήμασταν παιδιά, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά πάντα νιώθαμε ότι όλα τελικά θα διορθώνονταν από μόνα τους. Μέχρι που αυτό δεν γινόταν άλλο πια.
Θυμάμαι ότι είχαν επιστρέψει από την ιεραποστολή μου μόλις δύο μέρες, όταν η μητέρα μου κάθισε στις σκάλες του σπιτιού μας και ξέσπασε για όλα όσα είχαν συμβεί από τότε που είχα φύγει. Μεγαλώνοντας, είχα δει τη μαμά μου να κλαίει μερικές φορές αλλά ποτέ έτσι. Φαινόταν αδύναμη. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, οι ισορροπίες είχαν αλλάξει. Εγώ ήμουν τώρα ο δυνατός που φαινομενικά τα είχα όλα τακτοποιήσει. Και ήταν αυτή που η ζωή της βρισκόταν σε αταξία. Εκείνη τη στιγμή ήμουν περισσότερο γονιός παρά παιδί και αυτό με έκανε να νιώθω πολύ άβολα.
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, τώρα ξέρω τι θα έκανε ένας πιο ώριμος και στοργικός γιος. Θα αγκάλιαζε τη μάνα του και θα την παρηγορούσε όταν έκλαιγε σε εκείνες τις σκάλες. Θα της έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά εγώ δεν το έκανα.
Απλώς την κοίταξα επίμονα, αναρωτώμενος γιατί δεν μπορούσε να το ελέγξει, όπως κάνουν συνήθως οι γονείς. Και αντί να την παρηγορήσω, στο τέλος έφυγα. Όταν ο πατέρας μου πέθανε έξι μήνες αργότερα, η μητέρα μου δυσκολεύτηκε ακόμη περισσότερο. Και όταν τέσσερεις μήνες μετά από αυτό η μεγαλύτερη αδερφή μου τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι, γεγονός που της άλλαξε τη ζωή, για τη μαμά μου ήταν ένα άλλο ψυχικό ταξίδι.
Για τα επόμενα 18 χρόνια, η μητέρα μου και εγώ συγκρουόμασταν συνεχώς. Όσο περνούσαν τα χρόνια και αντιμετώπιζε τις δοκιμασίες της, το μόνο που μπορούσα να δω επάνω της ήταν όσα με ενοχλούσαν. Αντί να εκτιμήσω αυτά που είχε περάσει και πόσο απεγνωσμένα προσπαθούσε να αντεπεξέλθει, επέλεξα να εστιάσω στο πόσο άσχημα νόμιζα ότι τα πήγαινε. Η περηφάνια και η ανυπομονησία μου μεγάλωσαν και, μαζί τους, η επιθυμία μου να μείνω μακριά.
Πριν από μερικές εβδομάδες, η μαμά μου με ρώτησε αν μπορούσα να της φτιάξω τον υπολογιστή της. Η μαμά μου απεχθάνεται τα ηλεκτρονικά και εγώ απεχθάνομαι να την βοηθώ με τα ηλεκτρονικά της. Αφού ήρθα και έφτιαξα τον υπολογιστή, με ρώτησε αν ήθελα να βγούμε και να φάμε μαζί. Δεν ήθελα, αλλά κατάλαβα ότι ήταν πολύ μόνη και έτσι τελικά υποχώρησα. Μια ώρα αργότερα, καθισμένοι στο αυτοκίνητό μου και τρώγοντας, αρχίσαμε να μιλάμε για τα παιδικά χρόνια της μητέρας μου.
Είχα ακούσει τις ιστορίες πολλές φορές στο παρελθόν. Μόνο που αυτή τη φορά με άγγιξαν διαφορετικά. Και όπως μιλούσε για τη ζωή της, ο βαθύτερος, ο πιο σκληρός πάγος άρχισε να λιώνει γύρω από την καρδιά μου.
Οι γονείς της μητέρας μου ήταν κυρίως απόντες για αυτήν μέχρι την ηλικία των πέντε ετών. Μεγάλωσε σε ένα σκληρό περιβάλλον και είχε παλέψει με την αυτοεκτίμησή της για δεκαετίες. Οι γονείς του πατέρα μου τον έδωσαν αμέσως μετά τη γέννησή του και άλλαζε ανάδοχο κάθε δύο χρόνια ώσπου τελικά κάποιος τον πήρε και τον αγάπησε μόνιμα.
Με τέτοιο παρελθόν, οι γονείς μου παντρεύτηκαν και προσπαθούσαν για χρόνια να κάνουν τη σχέση τους να λειτουργήσει. Στην πραγματικότητα, τα κατάφεραν μεγαλώνοντας τις τρεις αδερφές μου και εμένα με υπομονή και αγάπη. Και έτσι, καθώς η μητέρα μου και εγώ μιλούσαμε στο αυτοκίνητο, συνειδητοποίησα ότι μας είχε δώσει ό,τι μπορούσε. Δεν θα έπρεπε να κριθεί από τις αδυναμίες και τα ελαττώματά της. Ήταν, παρά τις αδυναμίες και τα ελαττώματά της, δυνατή σαν ατσάλι.
Λίγες μέρες μετά από εκείνο το αυτοσχέδιο γεύμα, κάθισα να γράψω στη δουλειά ένα σενάριο για την Ημέρα της Μητέρας. Όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο, δεν είχα σκοπό να το κάνω αυτοβιογραφικό, επειδή είμαι στην πραγματικότητα πολύ εσωστρεφής. Σύντομα όμως έγραφα σε πρώτο πρόσωπο, ανίκανος να σταματήσω αυτό που έβγαινε από μέσα μου. Δεν παρουσίασα ποτέ το σενάριο. Αντίθετα, κάθισα και έφτιαξα το βίντεο. Και ενώ έφτιαχνα το βίντεο, τα τείχη που είχα χτίσει γύρω από τη μητέρα μου τελικά κατέρρευσαν. Εκεί που ψηφιοποιούσα τα παλιά μας οικογενειακά βίντεο και τα ενσωμάτωνα στην επεξεργασία, ξέσπασα σε κλάματα ξανά και ξανά.
Το μόνο που μπορούσα να δω στις εικόνες ήταν η μαμά μου, νέα και ζωντανή. Πάντα με ένα μωρό στο χέρι ή πάντα κουρασμένη. Το μόνο που μπορούσα να δω ήταν μια γυναίκα που, παρά τη δύσκολη ζωή της, με κάποιο τρόπο είχε φτιάξει κάτι από το τίποτα. Ήταν σαν ένα όμορφο τριαντάφυλλο που είχε μεγαλώσει μέσα από μια αντιαισθητική ρωγμή στο πεζοδρόμιο. Αν η μαμά μου μπορούσε να πιστώσει κάποιον, θα πίστωνε τον Θεό. Την έχω ακούσει να λέει πολλές φορές ότι το Ευαγγέλιο της έδωσε όλα τα εργαλεία που χρειαζόταν για να ζήσει μια καλύτερη ζωή και να μεγαλώσει καλά τα παιδιά της. Δίνω κι εγώ στον Θεό όλα τα εύσημα. Περίμενε υπομονετικά, δύο δεκαετίες, όσο εγώ τσακωνόμουν με τη μητέρα μου και της φερόμουν άσχημα. Ειλικρινά, εκπλήσσομαι που είδε κάτι καλό σε εμένα. Αλλά έτσι έγινε, και είμαι ευγνώμων.
Και παρόλο που τα πράγματα δεν θα είναι εξ αρχής τέλεια ανάμεσα σε εμένα και την μητέρα μου, ξέρω ότι ο Κύριος μας έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία και μπορεί να μας βοηθήσει να τα διορθώσουμε όλα.